ραδιοϋψόμετρο

ραδιοϋψόμετρο
το, Ν
(αεροπορ.) συσκευή η οποία επιτρέπει τον προσδιορισμό τής κατακόρυφης απόστασης ενός αεροσκάφους από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioaltimeter (< λατ. radius «ακτίνα» + altimeter «υψόμετρο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”